κατούλῳ

κατούλῳ
κάτουλος
cicatrized
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατουλώ — κατουλῶ, όω (Α) συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῑν κατουλώσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»] …   Dictionary of Greek

  • ακατούλωτος — ον [κατουλώ] αυτός που δεν έχει επουλωθεί …   Dictionary of Greek

  • κατουλωτικός — κατουλωτικός, ή, όν (Α) [κατουλώ] αυτός που μπορεί να επουλώσει, ο ικανός για θεραπεία …   Dictionary of Greek

  • κατούλωσις — κατούλωσις, ώσεως, ἡ (Α) [κατουλώ] ο σχηματισμός ουλής σε μια πληγή, η τέλεια επούλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”